- πικές
- ο(λ. γαλλ.), βαμβακερό ύφασμα με σχέδια ανάγλυφα: Όλα τα σεντόνια μου είναι από πικέ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πικές — ο, Ν βαμβακερό, συνήθως, ύφασμα με ανάγλυφα υφαντικά σχήματα ή σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. (tissus) pique < piquer < λατ. piccus «πισσοειδής»] … Dictionary of Greek
σειρηνοειδή — (και σεφηνίδες). Τάξη θηλαστικών, ιδιαίτερα προσαρμοσμένων στην υδρόβια ζωή, που είναι συγκεντρωμένα στις δυο οικογένειες των Ντουγκονγκιδών και των Τριχεχιδών. Τα σ. έχουν σώμα ατρακτοειδές στο πίσω τμήμα· το κεφάλι είναι μεγάλο και ελάχιστα… … Dictionary of Greek